- ἀδιάφορος
- ἀδιάφοροςnot differentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάφορος — η, ο (Α ἀδιάφορος, ον) [διαφέρω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος 3. επίρρ. αδιαφόρως ανεξαιρέτως, αδιακρίτως αρχ. 1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον … Dictionary of Greek
αδιάφορος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται, ανέμελος: Είναι τελείως αδιάφορος για τις υποθέσεις του. 2. αυτός που δεν ενδιαφέρει: Η αποτυχία του τον άφηνε αδιάφορο. 3. στη χημεία, «σώματα αδιάφορα», όσα δεν είναι οξέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφορώτερον — ἀδιάφορος not different masc acc comp sg ἀδιάφορος not different neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάφορος not different adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφορώτατα — ἀδιάφορος not different adverbial superl ἀδιάφορος not different neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφόρως — ἀδιάφορος not different adverbial ἀδιάφορος not different masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάφορον — ἀδιάφορος not different masc/fem acc sg ἀδιάφορος not different neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφορωτέρως — ἀδιάφορος not different masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφόροις — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφόρου — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφόρους — ἀδιάφορος not different masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)